-
1 συνοικία
[синикиа] ουσ. Θ. городской район, округа, поселокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνοικία
-
2 посёлок
-лка α. ακραία συνοικία πόλης•рабочий посёлок εργατική συνοικία•
рыбачий посёлок ψαράδικη συνοικία.
-
3 микрорайон
-
4 окраина
окраина ж η άκρη, τα περίχωρα* городская \окраина η απόμακρη συνοικία· на \окраинае города στην άκρη της πόλης* * *жη άκρη, τα περίχωραгородска́я окра́ина — η απόμακρη συνοικία
на окра́ине го́рода — στην άκρη της πόλης
-
5 район
район м 1) (местность) η συνοικία· η περιοχή 2) (админиспгративный) η περιοχή* η αχτίδα (в партийной структуре)* * *м1) ( местность) η συνοικία; η περιοχή2) ( административный) η περιοχή; η αχτίδα ( в партийной структуре) -
6 слобода
-ы, πλθ. слободы, слобод -ам θ.1. παλ. συνοικισμός προνομιούχος.2. εμπορική συνοικία ή χωριό. || συνοικία• μαχαλάς.3. παλ. προάστιο. -
7 массив
ο όγκος, η ογκώδης κατασκευή· бетонный - του σκυροδέματοςжилищный - η συνοικία, το πλήθος ομοιότυπων πολυκατοικιώνлесной - η δασώδης περιοχή, η δασική έκτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > массив
-
8 микрорайон
το (οικοδομικό) τετράγωνο, η συνοικία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > микрорайон
-
9 фактория
ο εμπορικός σταθμόςτο εμπορικό πρακτορείο, το εμπορείοη συνοικία των εμπόρωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фактория
-
10 квартал
кварталм1. (часть города) ἡ συνοικία, ἡ γειτονιά·2. (четверть года) τό τρίμηνο, ἡ τριμηνία:по\кварталам τριμηνιαίος, κατά τριμηνίαν. -
11 окраина
окраин||аж1. ἡ ἀκρη, τό ἀκρον, τό τέλος:на самой \окраинае города στήν ἄκρη τής πόλης· городская \окраина ἡ ἀπόμακρη συνοικία, ὁ ἀπόκεντρος συνοικισμός·2. (страны) ἡ παραμεθόριος περιοχή. -
12 рабочий
рабочий Iм ὁ ἐργάτης, ὁ δουλευτής:поденный \рабочий ὁ μεροκαματιάρης, ὁ ἡμερομίσθιος ἐργάτης· сезонный \рабочий ὁ ἐργάτης τής ἐποχής.рабоч||ий IIприл1. ἐργατικός:\рабочий класс ἡ ἐργατική τάξη [-ις], ἡ ἐργατιά· \рабочийее движение τό ἐργατικό κίνημα· \рабочий» район ἡ ἐργατική συνοικία· из \рабочийей семьи ἀπό ἐργατική οίκογένεια·2. (трудовой, предназначенный для работы) ἐργάσιμος, ἐργατικός, τής ἐργασίας:\рабочий день ἡ ἐργάσιμη ήμερα, ἡ καματερή· \рабочийее время ὠρες τής δουλείας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·\рабочий костюм τά ροῦχα τής δουλειᾶς·\рабочий инструмент τά ἐργαλεία τής δουλείας· \рабочийее место ὁ χώρος τής δουλειδς·3. (производящий полезную работу):\рабочий скот τά ὑποζύγια· \рабочийая пчела ἡ ἐργάτις (μέλισσα)·4. тех. (выполняющий работу):\рабочийее колесо́ ὁ κινητήριος τροχός· \рабочий ход ἡ κίνηση μηχανής· ◊ \рабочийие ру́ки τά ἐργατικά χέρια· \рабочийая сила ἡ ἐργατική δύναμη. -
13 район
районм1. (местность, округа) ἡ περιοχή, ἡ ζώνη:отдаленный от центра \район περιοχή μακρυά ἀπό τό κέντρο· угольный \район ἡ ἀνθρακοφόρος περιοχή, ἡ περιοχή ἀνθρακωρυχίων промышленный \район ἡ βιομηχανική περιοχή· укрепленный \район ἡ ὁχυρωμένη ζώνη· \район бо́я ἡ ζώνη τής μάχης· \район военных действий ἡ περιοχή τῶν πολεμικών ἐπιχειρήσεων2. (административный) τό τμήμα, ἡ συνοικία (в городе)/ ἡ περιφέρεια (в области). -
14 квартал
[κβαρτάλ] ουσ. α συνοικία -
15 квартал
[κβαρτάλ] ουσ α συνοικία -
16 из
κ. изо πρόθεσηαπό, εκ• σημαίνει:1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•
приехать из города έρχομαι από την πόλη•
извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•
поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•
достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•
река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•
вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•
выйти из терпения χάνω την υπομονή•
выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•
изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.
2. προέλευση, πηγή•знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•
цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•
из достоверных источников από έγκυρες πηγές•
человек из Парижа παριζάνος.
|| καταγωγή•из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•
он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.
|| (δια)χωρνσμό•некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•
один из них ένας απ αυτούς•
младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.
3. πολλαπλότητα σύνθεση•букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•
комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•
стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.
4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•
брошка из золота χρυσή καρφίτσα•
кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•
варенье из вишен γλυκό από βύσινα•
мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.
5. διά, με•изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.
6. ανάπτυξη•из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•
из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•
из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.
7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•из зависти από ζήλεια•
убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•
из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•
много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•
из уважения από σεβασμό.
|| παλ. στον, στην, στό•он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.
|| μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•из года в год από χρόνο σε χρόνο•
изо дня в день από μέρα σε μέρα•
из края в край από άκρη σε άκρη•
из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•
из рук в руки από χέρι σε χέρι•
из угла в угол από γωνία σε γωνία.
-
17 квартал
-а α.1. τρίμηνο, τριμηνία.2. συνοικία, γειτονιά• τετράγωνο.3. παλ. αστυνομικό τμήμα.4. τετράγωνο (δάσους, αμπελώνα κ.τ.τ.). -
18 микрорайон
-а α.μικρό τμήμα περιοχής, μικρός τομέας• συνοικία. -
19 оцепить
-еплю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оцепленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. περικυκλώνω σφιχτά, περιζώνω•милиция -ла квартал η αστυνομία περικύκλωσε σφιχτά τη συνοικία (το τετράγωνο)•
войско -ли город τα στρατεύματα περιέζωσαν την πόλη.
-
20 рабочий
рабочий 1-его α.εργάτης•индустриальный рабочий εργάτης βιομηχανίας•
фабричный рабочий εργάτης φάμπρικας•
железнодорожные -ие οι σιδηροδρομικοί εργάτες.
рабочий 2-ая, -ее επ.1. εργατικός•-класс εργατική τάξη•
-ее движение εργατικό κίνημα•
рабочий посёлок εργατική συνοικία.
2. εργαζόμενος•-ая молодёжь η εργαζόμενη νεολαία•
-ие пчёлы εργάτριδες μέλισσες•
рабочий скот τα ζώα της δουλειάς (φορτηγά, αροτριόντα).
3. κινητός, κινούμενος• κινητήριος•-ие части машины τα κινητά μέρη της μηχανής•
-ее колесо ο κινητήριος τροχός•
рабочий ход κίνηση της μηχανής.
4. εργάσιμος•-ее время ώρα εργασίας•
рабочий день εργάσιμη μέρα.
|| της δουλειάς• -- костюм; -ая одедца τα ρούχα της δουλειάς.εκφρ.- ая сила – α) εργατική δύναμη• β) εργατικό δυναμικό, οι εργάτες.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνοικία — συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc/acc dual συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοίκια — a public feast in memory of Theseus uniting all the towns of Attica into a single city state neut nom/voc/acc pl συνοίκιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικίᾳ — συνοικίαι , συνοικία living with her fem nom/voc pl συνοικίᾱͅ , συνοικία living with her fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικία — η τμήμα πόλης ή χωριού, γειτονιά: Μένει σε μια φτωχική συνοικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνοίκια — και αττ. τ. ξυνοίκια, τα, Α βλ. συνοίκιον … Dictionary of Greek
συνοικία — η, ΝΑ, και συFοικία και αττ. τ. ξυνοικία Α [σύνοικος] τμήμα πόλης, κωμόπολης ή χωριού με καθορισμένα τοπογραφικά όρια και ιδιαίτερη ονομασία, αλλ. γειτονιά, κν. μαχαλάς αρχ. 1. συνοίκηση 2. άθροισμα ανθρώπων που κατοικούν μαζί, κοινότητα 3. οικία … Dictionary of Greek
Συνοικία Άνω Τρικάλων — Ορεινός οικισμός (122 κάτ., υψόμ. 1.060 μ.) στην επαρχία Κορινθίας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (34 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Κάτω Συνοικία Τρικάλων — Οικισμός (329 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου … Dictionary of Greek
Μέση Συνοικία Τρικάλων — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.500 μ., 214 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου … Dictionary of Greek
ξυνοικία — συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc/acc dual συνοικίᾱ , συνοικία living with her fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνοικίας — συνοικίᾱς , συνοικία living with her fem acc pl συνοικίᾱς , συνοικία living with her fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)